Μάρτιος 1973. Ο φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ προετοιμάζει με δημοσιογράφους την έκδοση της «Λιμπερασιόν» που άλλαξε τον γαλλικό Τύπο |
Πώς η εμβληματική γαλλική εφημερίδα Liberation έφτασε από την ίδρυσή της στον αριστερό άξονα να είναι μια επιχείρηση που παλεύει να μείνει ζωντανή
Η επίθεση του 48χρονου Αμπντελχακίμ Ντεχάρ τη Δευτέρα στον χώρο υποδοχής της «Λιμπερασιόν», όπου τραυμάτισε σοβαρά έναν φωτογράφο, έφερε και πάλι στο προσκήνιο την εμβληματική γαλλική εφημερίδα, που ξεκίνησε ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πειράματα στον Τύπο, το 1973 στον απόηχο της φοιτητικής εξέγερσης του Μάη του '68.
Η αρχική ιδέα των ιδρυτών της, του φιλόσοφου Ζαν Πολ Σαρτρ και του Σερζ Ζιλί, ήταν να δοθεί ο λόγος στους πολίτες, να ενισχυθούν όσοι κατεβαίνουν στα οδοφράγματα. Δεν υπάρχει καλύτερη δημοκρατία από την άμεση, υποστήριζαν πιστεύοντας ότι ήρθε η ώρα να πέσει ο καπιταλισμός. Στην εξεγερμένη Γαλλία του '68, αυτές οι ιδέες βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης. Ενας άλλος κόσμος ήταν εφικτός και μια ομάδα διανοουμένων με επικεφαλής τον Σαρτρ αποφάσισε να δημιουργήσει μια εφημερίδα την οποία ονόμασαν «Λιμπερασιόν» («Απελευθέρωση») από το όνομα μιας παράνομης έκδοσης που κυκλοφορούσε στη Γαλλία στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η «Λιμπέ» γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1973 ως ένα μαοϊστικό πείραμα ριζοσπαστικής ισότητας. Ο διευθυντής πληρωνόταν το ίδιο με τους συντάκτες. Οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν συλλογικά: με διαφανείς διαδικασίες, ομαδικές συζητήσεις και ψηφοφορίες δι' ανατάσεως της χειρός. Η ανεξαρτησία εξασφαλιζόταν από ένα επιχειρηματικό μοντέλο βασισμένο στις συνδρομές. Καμία διαφήμιση και κανείς επενδυτής εκτός εφημερίδας. Η «Λιμπερασιόν» ανήκε στους εργαζόμενους και τους αναγνώστες τους.
Ο Σαρτρ, όμως, σύντομα αρρώστησε. Ακριβώς έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία της, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εφημερίδα και ο Σερζ Ζιλί που ανέλαβε τη διεύθυνση, οδήγησε αργά το σκάφος προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση. Οι βασικές ιδέες παρέμειναν.
Η «Λιμπέ» συνέχισε να είναι πρωτοποριακή και φιλελεύθερη εφημερίδα η οποία αγκάλιαζε τον πολιτικό ριζοσπαστισμό που δεν τα έκανε πλακάκια με καμία εξουσία, ασχέτως πολιτικής επιλογής.
Η ζωή, όμως, όπως έχει πει ο Ζιλί, είναι κάτι περισσότερο από επαναστατικές ιδέες. Στο τέλος της ημέρας δεν είναι όλοι ίσοι. Οσοι βγάζουν περισσότερα αγοράζουν και περισσότερα. Ετσι έγινε αναγκαίο κάποια στιγμή να δημοσιευθούν διαφημίσεις και να γίνουν επενδύσεις.
Οι διαφημίσεις, εξήγησε ο Ζιλί, αποτελούν την αντανάκλαση της καθημερινής ζωής αλλά και μια μορφή τέχνης και η «Λιμπέ» ήταν πάντα με το μέρος του λαού και του πολιτισμού. Η πρόκληση να διατηρηθεί η δημοσιογραφική ανεξαρτησία τη στιγμή που χάθηκε η οικονομική ανεξαρτησία ήταν μεγάλη και επί αρκετά χρόνια κερδήθηκε χάρη στην ποιότητα, σε μεγάλο μέρος, των συντακτών της - όπως ο Ζαν Χατζφέλντ, ο Σορζ Σαλαντόν, ο Πιερ Χασκί και η Φλοράνς Ομπενάς - και σε μια συντακτική δομή που ξεχώρισε εντελώς την πληροφορία από την άποψη.
Η «Λιμπέ» δημοσίευε πολλές τοπικές ιστορίες, προσωποκεντρικές και διαβαζόταν σε όλο τον κόσμο. Ηταν συνήθη τα ρεπορτάζ που εξέταζαν θέματα εις βάθος, με πολύ κατατοπιστικές περιγραφές που αποτελούν τη βάση για να εκφρασθούν αναλύσεις και γνώμες. Αυτή η δυναμική, υπάρχει ακόμα. Την προηγούμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, με αφορμή τη διεθνή έκθεση φωτογραφίας στο Παρίσι, η εφημερίδα κυκλοφόρησε χωρίς φωτογραφίες, αλλά με κενό χώρο στη θέση τους και μαζί με λεζάντες, προκειμένου να αναδειχθεί η σημασία της εικόνας.
Η« Λιμπερασιόν» όμως δεν είναι πια ίδια. Μεγάλο μέρος της νεανικότητάς της χάθηκε το 2005. Στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο Ζιλί δέχθηκε τα 20 εκατ. ευρώ που προσέφερε ο τραπεζίτης Εντουάρντ ντε Ρότσιλντ, της γνωστής οικογένειας, λάτρης των αλόγων και φίλος με όλους τους πιθανούς εχθρούς της εφημερίδας. Κατόπιν ο Ρότσιλντ έσπρωξε τον Ζιλί σε αναγκαστική αποχώρηση και μαζί του έφυγαν οι πιο γνωστοί δημοσιογράφοι.
Η εφημερίδα επέζησε από αυτό το μεγάλο σοκ, όμως έχει χάσει μεγάλο κομμάτι των αναγνωστών της και διατηρεί μια εκδοτική γραμμή που υποστηρίζει την Κεντροαριστερά και μια κυκλοφορία 120.000 αντιτύπων, φθάνοντας στο χαμηλότερο σημείο πωλήσεων στην 35χρονη ιστορία της. Ο Ρότσιλντ σεβάστηκε την ανεξαρτησία των συντακτών και βρήκε μια φόρμουλα για να κάνει την εφημερίδα κερδοφόρα. Η «Λιμπερασιόν» σήμερα θα προκαλούσε φρίκη στον Σαρτρ, αλλά είναι μια επιχείρηση ακόμα ζωντανή.
Από Τα Νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιο σας. Υβριστικά και διαφημιστικά μηνύματα ΔΕΝ γίνονται δεκτά