Μεγάλη απογοήτευση κυριαρχεί στα γραφεία της εφημερίδας Ελευθεροτυπία - όχι μόνο λόγω του κυριακάτικου αμφιλεγόμενου πρωτοσέλιδου. Εδώ και καιρό υπάρχει μεγάλη κατήφεια και γκρίνια. Για την ακρίβεια, το κλίμα ήταν άσχημο από την αρχή της απόπειρας επανέκδοσης της και κάθε μέρα βάραινε όλο και πιο πολύ.
Το πρωτοσέλιδο με το δημοσκοπικό εύρημα της Metron Analysis, σύμφωνα με το οποίο το 30% των Ελλήνων πιστεύει ότι στη δικτατορία ήταν καλύτερα, υπήρξε επιλογή του (νεόκοπου) εκδότη Χάρη Οικονομόπουλου. Ο αρχισυντάκτης της κυριακάτικης έκδοσης είχε εκφράσει με έντονο τρόπο τη διαφωνία του, προειδοποιώντας για όλα όσα ακολούθησαν, καθώς είχε προβλέψει ότι κάποιοι θα τους κατηγορήσουν ότι προβάλλοντας αυτό το εύρημα, αβαντάρουν τη «Χρυσή Αυγή». Δεν εισακούστηκε όμως, καθώς ο εκδότης επέμενε. Το μόνο που πέτυχε ήταν να τον πείσει στον τίτλο να εκφράζεται η έντονη αποδοκιμασία τους. Αλλά ούτε έτσι κατάφεραν να αποφύγουν τη θύελλα.
Το πρωτοσέλιδο αυτό δεν ήταν το μοναδικό σημείο τριβής μεταξύ του εκδότη και των δημοσιογράφων. Τουλάχιστον άλλα δύο θέματα -σύμφωνα με πληροφορίες- που φιλοξενήθηκαν στην κυριακάτικη έκδοση ήταν παραγγελίες του εκδότη, για τα οποία υπήρχαν ενστάσεις.
Οταν ο Χάρης Οικονομόπουλος εμφανίστηκε ως το πρόσωπο που θα αναλάμβανε το εγχείρημα της επανέκδοσης της «Ελευθεροτυπίας», οι συντάκτες ήταν πολύ επιφυλακτικοί, αλλά ταυτόχρονα πολύ απελπισμένοι και δε φαινόταν από πουθενά αλλού σωτηρία. Τσακισμένοι από τον ενάμισι χρόνο που πέρασαν απλήρωτοι, χωρίς τη δυνατότητα να βρουν αλλού δουλειά εν μέσω κρίσης, οι περισσότεροι επέστρεψαν για την ύστατη προσπάθεια να αναστήσουν την «Ελευθεροτυπία», αν και τα αρνητικά σημάδια ήταν περισσότερα από τα θετικά.
Ο Χάρης Οικονομόπουλος, δικηγόρος με έδρα το Κολωνάκι, γόνος εύπορης αστικής οικογένειας και ανιψιός του (μακαρίτη ) Νώντα Ζαφειρόπουλου, ο οποίος ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας και βουλευτής της Ν.Δ, δεν είχε κανένα σημείο επαφής με τα στελέχη της «Ελευθεροτυπίας». Δυο ολότελα διαφορετικοί κόσμοι οι οποίοι όμως έπρεπε τώρα να συνεννοηθούν. Οι δημοσιογράφοι σύντομα διαπίστωσαν ότι είχε άγνοια κινδύνου και ότι ήταν εντελώς εκτός κλίματος «Ελευθεροτυπίας» το οποίο, κατά γενική παραδοχή, ήταν πάντα ένα ιδιαίτερο κλίμα . Δεν είχαν όμως άλλες επιλογές. Αυτόν είχαν μπροστά τους ως εκδότη, με αυτόν έπρεπε να συνεννοηθούν.
Στις πρώτες συναντήσεις θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι δημοσιογράφοι ήταν αυτοί που του πήραν τον αέρα. Του έθεσαν ως όρο ότι δεν θα παρεμβαίνει καθόλου στη γραμμή, η οποία θα παραμείνει ως είχε πριν κλείσει, και ότι ο ίδιος θα ασχολείται μόνο με τα διοικητικά. Ο Οικονομόπουλος άφησε να εννοηθεί ότι το αποδέχεται και στην αρχή, πράγματι φρόντισε να αποφύγει τις παρεμβάσεις ακόμα και για όσα δεν του άρεσαν.
Λέγεται ότι από την αρχή έδειξε να τον διακατέχει ένα πάθος για δημοσιότητα και προβολή, επιδιώκοντας να γράφει (και να υπογράφει) ακόμα και στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, πολιτικά σχόλια, με τα οποία εξέφραζε την υποκειμενική του γνώμη, η οποία συνήθως έβρισκε αντίθετους τους περισσότερους στην «Ελευθεροτυπία».
Συχνά ήταν κι εντελώς «αλλού», όπως με το περίφημο «κίνημα πολιτικής συνεννόησης» που ζητούσε να φτιάξουν οι πολίτες, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας. Επεδίωξε επίσης να οργανώσει μία ημερίδα για το Σύνταγμα με πολιτικούς και νομικούς, όπου βρήκε την ευκαιρία να προβάλει και πάλι τις δικές του απόψεις, τις οποίες ωστόσο, ελάχιστοι συμμερίζονται.
Ο νέος εκδότης, εντελώς άπειρος στα ΜΜΕ, αλλά με άγνοια κινδύνου και μια βουλημική διάθεση για προβολή, τα βρήκε πολύ γρήγορα σκούρα, αλλά και πάλι δεν πτοήθηκε. Στην αρχή, όλοι αναρωτιόνταν αν έχει βρει κάποιον επενδυτή. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησε, χτυπώντας διάφορες πόρτες (πάνω κάτω τις ίδιες που είχε χτυπήσει κι όταν προσπαθούσε να σώσει την ΑΕΚ) αλλά τις βρήκε όλες κλειστές.
Τότε, λέγεται από ορισμένους που τον γνωρίζουν, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι εξακριβωμένο- αποφάσισε να βάλει ότι χρήματα είχε ο ίδιος από τα δικά του. Τα αρχικά σχέδια του ήταν πολύ φιλόδοξα (τόσο που δεν τα συμμεριζόταν κανένας εκ των στελεχών). Πίστευε ότι η επανέκδοση της «Ελευθεροτυπίας» θα πετύχαινε κυκλοφορία 50.000 φύλλων ημερησίως και 100.0000 την Κυριακή. Με μια τέτοια κυκλοφορία και με μειωμένο κόστος (αφού από τους 850 εργαζόμενους θα προσλάμβανε μόνο τους 150 και αυτούς με τους μισούς μισθούς) εκτιμούσε ότι το εγχείρημα θα ήταν επικερδές. Η κυκλοφορία που υπολόγιζε, όμως, δεν επετεύχθη. Το πρώτο φύλλο έτυχε μιας σχετικά καλή υποδοχής, παραπάνω από 20.000 φύλλα, περίπου όσα πούλαγε και πριν κλείσει. Στη συνέχεια όμως η κυκλοφορία άρχισε να κατρακυλάει, φτάνοντας τις τελευταίες μέρες να πουλά γύρω στα πεντέμισι χιλιάδες φύλλα.
Οι χαμηλές πωλήσεις οδήγησαν τον Χάρη Οικονομόπουλο (που έριξε το φταίξιμο στους δημοσιογράφους) στο συμπέρασμα ότι η συνταγή των παλιών της «Ελευθεροτυπίας» δεν πουλάει πια και αποφάσισε να επιβάλλει τη δική του γραμμή.
Πριν από λίγες μέρες ήρθε σε επαφή με το δημοσιογράφο Γιάννη Ντάσκα (διευθυντικό στέλεχος της εφημερίδας «Παρασκήνιο» τελευταία ) ο οποίος του πρότεινε να κάνει στροφή στην αποκαλυπτική-επιθετική δημοσιογραφία. Αποφάσισαν μάλιστα την ένταξή του στη διευθυντική ομάδα της Ελευθεροτυπίας όπου θα τον παρουσίαζε ως υπεύθυνο ερευνών.
Οταν η πληροφορία αυτή έγινε γνωστή στα γραφεία της Ελευθεροτυπίας, στη Μίνωος, κάποια στελέχη έθεσαν βέτο, λέγοντας μάλιστα «ή αυτός ή εμείς». Αλλοι πιο ψύχραιμοι, όπως ο διευθυντής Βαγγέλης Παναγόπουλος προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι το στυλ του Γιάννη Ντάσκα δεν ταιριάζει στην Ελευθεροτυπία, ότι απευθύνεται σε άλλο κοινό και όχι εν τέλει θα χάσουν και το όποιο αναγνωστικό κοινό τους έχει μείνει. Ο Οικονομόπουλος δεν έδειξε να πείθεται. Δεν ήθελε καν να το συζητήσει μαζί τους.
Το στραπάτσο με τις αντιδράσεις για το πρωτοσέλιδο της Κυριακής όμως καθώς και η άρνηση του Αλέξη Τσίπρα να πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη επίσκεψη μετά το θόρυβο που προκλήθηκε (οι πληροφορίες λένε ότι έβαλε το χέρι του και ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ για αυτό) τον έκανε να υποχωρήσει. «Θέλω όμως να μου φέρετε τεκμηριωμένα τα επιχειρήματά σας γιατί δεν τον θέλετε» είπε εκνευρισμένος στους δημοσιογράφους.
Οι εργαζόμενοι είναι πολύ απογοητευμένοι -όσοι δεν είναι έξαλλοι- και αποδίδουν σε εντελώς άλλους παράγοντες τη χαμηλή κυκλοφορία. Δεν έχουν όλοι την ίδια ερμηνεία, βέβαια, και είναι κοινό μυστικό στη Μίνωος ότι εδώ και καιρό υπάρχουν έριδες μεταξύ τους. Στη μικρή (πλέον) «Ελευθεροτυπία» σχεδόν όλοι οι παλιότεροι έγιναν στελέχη και όλοι ήθελαν να έχουν τον πρώτο ρόλο. Έριδες, ίντριγκες, παραγκωνισμοί και κλίκες, έκαναν εξαρχής το κλίμα ασυνεννοησίας ακόμα πιο αφόρητο.
Οι πιο ψύχραιμοι αποδίδουν την απογοητευτική κυκλοφορία της «Ελευθεροτυπίας» στην απώλεια του «ηθικού πλεονεκτήματος»: «Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι περισσότεροι για την «Ελευθεροτυπία» σήμερα;» λένε. «Ότι πρόκειται για μία εφημερίδα που επανακυκλοφόρησε χρησιμοποιώντας νομικά τρικ, αφήνοντας 850 εργαζόμενους απλήρωτους. Ποιος θέλει να επιβραβεύσει μία τέτοια εφημερίδα αγοράζοντας την;».
Αρκετοί συντάκτες ζητούσαν από την αρχή, από το πρώτο φύλλο, να ενημερώσουν το αναγνωστικό τους κοινό με κάθε λεπτομέρεια για όλα όσα είχαν μεσολαβήσει στον ένα χρόνο που η εφημερίδα είχε σιωπήσει. Πίστευαν ότι αλήθεια είναι υπέρ τους και ότι έπρεπε να τη φανερώσουν «χωρίς φόβο και πάθος». Η άποψη αυτή όμως μειοψήφησε. Οι περισσότεροι διαφώνησαν και προτίμησαν να μην ανοίξουν αυτή την κουβέντα, για το τι έγινε και ποιος έφταιξε, η οποία θα άνοιγε εκ νέου αντιπαραθέσεις με την «Εφημερίδα των Συντακτών» που βγάζουν οι δημοσιογράφοι που αποχώρησαν από την «Ελευθεροτυπία» την περίοδο της απεργίας.
«Την πρώτη μέρα μας αγόρασαν 25.000 αναγνώστες. Από αυτούς οι μισοί δεν μας ξαναπήραν την επόμενη μέρα. Αυτό σημαίνει ότι περίμεναν να διαβάσουν κάτι στο πρώτο φύλλο, το οποίο δεν βρήκαν. Περίμεναν απαντήσεις που δεν είδαν».
Κάπως έτσι, και με την έντονη προσπάθεια που έκαναν για να τους διαβάλουν τα στελέχη της «Εφημερίδας των Συντακτών», με την οποία μαίνεται ο πόλεμος, οι αναγνώστες της «Ελευθεροτυπίας» τους γύρισαν την πλάτη.
Η χαμηλή κυκλοφορία καθιστά την έκδοση ζημιογόνο, τα λεφτά του Χάρη Οικονομόπουλου μάλλον τελειώνουν και ήδη υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με καθυστερήσεις στην πληρωμή τους. «Ψάχνω να βρω λεφτά για να σας πληρώσω» ήταν η απάντηση του σε εργαζόμενο τον περασμένο μήνα, όταν όλοι είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Αυτό που μοιάζει σχεδόν βέβαιο, είναι ότι εάν γίνει ξανά στάση πληρωμών στη Μίνωος, κανείς αυτή τη φορά δεν θα μείνει να εργάζεται χωρίς να πληρώνεται. «Το κάναμε πέρσι για τόσους μήνες. Τότε ήταν αλλιώς. Ελπίζαμε να σώσουμε την «Ελευθεροτυπία». Σήμερα κανένας δεν θα καθίσει να εργάζεται τζάμπα για να κάνει ο Χάρης τον εκδότη» λένε χαρακτηριστικά κάποιοι .
Στην οδό Κολοκοτρώνη, όπου βρίσκεται η «Εφημερίδα των Συντακτών» μόνο σαμπάνιες που δεν ανοίγουν, αλλά κι εκεί η κατάσταση δεν είναι καλύτερη.
Η ομάδα των δημοσιογράφων (γύρω στους 50 αρχικά) που δημιούργησαν την «Εφημερίδα των Συντακτών», εγκατέλειψαν τους υπόλοιπους συναδέλφους τους στην Ελευθεροτυπία, μεσούσης της απεργίας, για να φτιάξουν το δικό τους μαγαζί.
Έβαλαν από 1.000 ευρώ κεφάλαιο ο καθένας, βρήκαν χρηματοδότηση κυρίως από δύο τράπεζες («Εφημερίδα των τραπεζών» την αποκαλούν ειρωνικά οι άσπονδοι φίλοι ), αλλά οι οικονομικά ιθύνοντες υποστηρίζουν ότι τα έσοδα δεν είναι αρκετά για να μπορούν να πληρώνονται οι εργαζόμενοι. Έτσι ζουν το παράδοξο, οι εργαζόμενοι που έφυγαν από την «Ελευθεροτυπία» επειδή δεν πληρώνονταν, όπως είπαν, να έχουν βάλει χρήματα από την τσέπη τους και να εργάζονται σχεδόν ως εθελοντές σε μία εφημερίδα η οποία διαφημίζει τράπεζες. Κι εκεί υπάρχουν πολλές συγκρούσεις καθημερινά πάντως και αρκετή αδιαφάνεια στα οικονομικά, τα οποία δεν γνωρίζουν όλοι και υπάρχει δυσαρέσκεια γι' αυτό.
Η γραμμή της «Εφημερίδας των Συντακτών» είναι εξαρχής φιλο-ΣΥΡΙΖΑ και οι κακές γλώσσες στην Κουμουνδούρου λένε ότι τους έχουν ζητήσει και οικονομική υποστήριξη, αλλά χωρίς να λάβουν τίποτα παραπάνω από αόριστες υποσχέσεις. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ πιο γενναιόδωρος, λένε οι ίδιες κακές γλώσσες, όταν η εφημερίδα στο ξεκίνημα της ζήτησε από την Κουμουνδούρου να της υποδείξει δικά της παιδιά για να την στελεχώσουν.
Το αρχικό τους στοίχημα ήταν να προλάβουν να βγούνε πρώτοι «πριν προλάβει η Μάνια να ξαναβγάλει την «Ελευθεροτυπία», για να πάρουν το αναγνωστικό της κοινό. Ο Δημήτρης Τρίμης, που στάθηκε αρωγός στο εγχείρημα, είναι γνωστό ότι τρέφει μίσος για την πάλαι ποτέ φίλη του εκδότρια, της οποίας, κάποτε, ήταν προστατευόμενος.
Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν όλοι οι «αυλικοί», όπως τους αποκαλούσαν στη Μίνωος, ήταν οι πρώτοι που βρέθηκαν απέναντι της, κατηγορώντας την με τα σκληρότερα λόγια. Πρόσωπα που βρέθηκαν ως αλεξιπτωτιστές στην εφημερίδα μόνο και μόνο γιατί είχαν κάνει κάποτε παρέα με τη Μάνια στα Εξάρχεια, άνθρωποι σαν την ομάδα του Ιού που την είχαν προσεγγίσει κι έκαναν ακόμα και διακοπές μαζί της τα χρόνια που ήταν ισχυρή, άνθρωποι που φρόντιζαν να βρίσκονται μπροστά της τα καλοκαίρια «τυχαία» στα μέρη που παραθέριζε και στη συνέχεια έφερναν στην εφημερίδα τον αδερφό τους, τη γυναίκα τους, τη φίλη τους κτλ., αυτοί ήταν οι πρώτοι που την «πούλησαν» στα δύσκολα, όπως λέει η ίδια και αυτό είναι από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της.
Το μένος του Δημήτρη Τρίμη για τη Μάνια Τεγοπούλου ξεκίνησε όταν εκείνη δεν τον άκουσε και έκανε διευθύντρια την Κύρα Αδάμ, με την οποία εκείνος και η ομάδα του είχαν συγκρουστεί πολιτικά. Από τότε, λένε οι δημοσιογράφοι της «Ελευθεροτυπίας», ότι ο Τρίμης έλεγε πως ή θα πάρει τον έλεγχο της εφημερίδας ή η εφημερίδα θα κλείσει.
Η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια ήταν να επιχειρήσει να συμμαχήσει με διευθυντικό στέλεχος που όμως λίγο μετά εκδιώχθηκε από τη Μάνια. Αργότερα επιχείρησε να προτείνει να πάρουν οι συντάκτες την εφημερίδα στα χέρια τους και παρότι σε αυτό δεν έφερνε αντιρρήσεις ούτε η εκδότρια, το σχέδιο δεν κατέστη εφικτό, αφού και πάλι χρειαζόταν να βρεθούν χρήματα για να πληρωθούν οι εργαζόμενοι, τα οποία δεν υπήρχαν. Μεσολάβησαν κάποιες προσπάθειες να βρεθεί άλλος χρηματοδότης, που θα παραμέριζε τη Μάνια, αλλά ούτε αυτό πέτυχε. Κάπως έτσι αποφάσισαν να ανοίξουν την «Εφημερίδα των Συντακτών» με απλήρωτους συντάκτες που για να επιβιώσουν και αποκτήσουν προοπτική, έπρεπε να παραμείνει η «Ελευθεροτυπία» κλειστή.
Όσο λοιπόν η εφημερίδα παρέμενε κλειστή, η «Εφημερίδα των Συντακτών» πουλούσε κοντά στα 12.000 φύλλα. Όταν όμως επανακυκλοφόρησε η «Ελευθεροτυπία», η κυκλοφορία της έπεσε σχεδόν στο μισό. Ξεκίνησαν λοιπόν τότε έναν ανελέητο αδελφοκτόνο πόλεμο εναντίον των πρώην συναδέλφων τους, τους οποίους κατηγορούσαν γιατί πήγαν να εργαστούν σε μία εφημερίδα που άφησε απλήρωτους 850 εργαζόμενους.
Η άλλη πλευρά δε θέλησε να σηκώσει το γάντι, κάτι που ίσως πληρώνει σήμερα. Η απάντησή τους ωστόσο ήταν, ότι δεν απεμπολούν κανένα δικαίωμα ούτε για λογαριασμό τους, ούτε για λογαριασμό των υπολοίπων, και ότι κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει για την αξίωση των αποζημιώσεων τους. Επίσης ότι ακόμα κι έτσι, με την επανέκδοση της εφημερίδας , τουλάχιστον, θα βρουν δουλειά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς της κρίσης 200 εργαζόμενοι πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ούτε τα προς το ζην.
Το μεγάλο ερωτηματικό για κάποιους είναι το πώς βρέθηκε στην «Ελευθεροτυπία» ένας τύπος σαν τον Χάρη Οικονομόπουλο, ο οποίος δεν είχε (και ούτε θα μπορούσε ) καμία σχέση με τη Μάνια Τεγοπούλου. Πρόκειται για δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες δεν θα συναντιούνταν ποτέ.
Ο Χάρης Οικονομόπουλος ήταν ο δικηγόρος της Αριστέας Μπουγάτσου, της καλύτερης ίσως ελληνίδας ρεπόρτερ, η οποία έφυγε πρόσφατα. Η Αριστέα Μπουγάτσου τα τελευταία χρόνια εργαζόταν στην «Ελευθεροτυπία». Τα θέματά που αποκάλυπτε ήταν τέτοια που άγγιζαν πρόσωπα με μεγάλη ισχύ, οπότε συχνά έπρεπε να είναι ενήμερος και ο εκδότης, καθώς όλη η εφημερίδα μπορεί να έμπαινε σε περιπέτειες. Ετσι γνωρίστηκε με τη Μάνια Τεγοπούλου και η μία εκτίμησε την «τρέλα» της άλλης.
Το τι συνέβη την τελευταία περίοδο της Ελευθεροτυπίας είναι γνωστό σε πολλούς. Η συγκεκριμένη εφημερίδα όπως και όλες οι άλλες , ήταν ζημιογόνος και πλήρωνε τους εργαζόμενους από τα δάνεια που έπαιρνε από τις τράπεζες. Αν μία εφημερίδα σταματούσαν να τη δανειοδοτούν οι τράπεζες, θα έκλεινε το δίχως άλλο. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν το πιο κακό παιδί απ' όλα. Από τη μία είχε την απαίτηση να δανειοδοτείται όπως όλες οι συστημικές εφημερίδες, από την άλλη, δεν ήθελε να παίζει το παιχνίδι τους.
Οι αποκαλύψεις της Αριστέας Μπουγάτσου για την Proton Bank τον Λαυρεντιάδη και άλλους τραπεζίτες, οι καταγγελίες της για τον Ευάγγελο Βενιζέλο τότε υπουργό Οικονομικών, έστρεψε όλο το σύστημα εναντίον της. Την κάλεσαν -άλλες φορές διακριτικά κι άλλες φορές όχι- να χαμηλώσει τους τόνους και να τα βρούνε, αλλά η "αντισυστημική" Μάνια Τεγοπούλου αρνιόταν να «κατεβάσει τα παντελόνια στον Βενιζέλο και τους τραπεζίτες» όπως ακούστηκε ότι έλεγε και η αλήθεια ήταν ότι παρότι τους είχε ανάγκη, ένιωθε βαθιά περιφρόνηση και αρνούνταν ακόμα και να τους συναντήσει.
Αναμενόμενο ήταν λοιπόν να κλείσει η στρόφιγγα των τραπεζών -παρότι η «Ελευθεροτυπία» χρωστούσε τα λιγότερα και είχε τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία σε ακίνητα. Πολλοί από τους «αντιεξουσιαστές» δημοσιογράφους της «Ελευθεροτυπίας» της άσκησαν σφοδρή κριτική που δεν τα βρήκε μαζί τους για να σωθούν, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι την εφημερίδα πρέπει να αναλάβει κάποιος συστημικός που να χαίρει της εμπιστοσύνης των τραπεζιτών.
Υπήρχαν κι αυτοί που εναντιώνονταν στην αλλαγή ιδιοκτησίας και δήλωναν, όπως χαρακτηριστικά είχε πει κάποιος από το τυπογραφείο σε μία συνέλευση, «καλύτερα με την τρελή παρά με τη διαπλοκή». Η εικόνα των ατελείωτων αυτών συνελεύσεων ήταν σαν αυτές του ΣΥΡΙΖΑ με τις συνιστώσες του, όπου οι διαφορετικές απόψεις μπορεί να είναι και περισσότερες από τους συμμετέχοντες.
Κάπως έτσι , και με αρκετές σκοπιμότητες που μεσολάβησαν στο μεταξύ- η «Ελευθεροτυπία» και η Μάνια Τεγοπούλου έφτασαν στο σημείο μηδέν. Η εκδότρια και κληρονόμος της ιστορικής εφημερίδας ένιωθε απελπισμένη και προδομένη από πού ευεργέτησε και τώρα τις έριχναν το ανάθεμα.
Το διάστημα εκείνο έβλεπε την Αριστέα Μπουγάτσου, που χτυπημένη ήδη από την αρρώστια της, δεν ήθελε να παραδεχθεί την ήττα και ήταν αποφασισμένη να φέρει τον κόσμο ανάποδα για να ξαναβγεί η «Ελευθεροτυπία». Το πάθος της συγκίνησε την Τεγοπούλου κι έκτοτε τη συμβουλεύονταν. Έτσι βρέθηκε και ο δικηγόρος της Αριστέας Μπουγάτσου , ο Χάρης Οικονομόπουλος να βρίσκεται μεταξύ των δικηγόρων της Τεγοπούλου.
Σε μια από τις συζητήσεις τους αποφασίστηκε να επιχειρηθεί η επανέκδοση της «Ελευθεροτυπίας» από τον Χάρη Οικονομόπουλο. Το σχέδιο ήθελε να ξανανοίξει η εφημερίδα δίνοντας δουλειά σε όσους εργαζόμενους μπορούσε να αντέξει το σχέδιο και η αποζημίωση των εργαζομένων να γινόταν από την πώληση των ακινήτων (για τα οποία όμως δεν έχει εμφανιστεί κανένας ενδιαφερόμενος μέχρι τώρα). Και αν η εφημερίδα είχε κέρδη...αν...
Τα σχέδια του Οικονομόπουλου, όμως, ήταν πολύ αισιόδοξα. Για την ακρίβεια ήταν εκτός τόπου και χρόνου και ο ίδιος, ακόμα και αν υποθέσει κανείς ότι είχε τις καλύτερες προθέσεις, δεν το γνωρίζει το σπορ και δεν δείχνει και διάθεση, ούτε να μάθει, ούτε να επιλέξει αυτούς που ξέρουν. Δύσκολοι οι καιροί για πειραματισμούς όμως. Κανείς δεν έχει ούτε χρόνο να περιμένει την «Ελευθεροτυπία» να (ξανα)βρει το δρόμο της ούτε χρήμα να ξοδέψει για αυτό.
Το τελευταίο φύλλο της αυθεντικής «Ελευθεροτυπίας», που υπήρξε για πολλά χρόνια ένας εργασιακός παράδεισος, με μοναδικές συνθήκες ελευθερίας, κυκλοφόρησε στις 22 Δεκεμβρίου 2011. Έκτοτε, ούτε η «Εφημερίδα των Συντακτών» ούτε οι «6μέρες» ούτε η «Ελευθεροτυπία» του Οικονομόπουλου κατάφεραν να ξαναπετύχουν τη συνταγή. Τίποτα και πουθενά δε θυμίζει την παλιά «Ελευθεροτυπία». Το ομολογούν και οι ίδιοι οι συντάκτες της, όπου κι αν έχουν μοιραστεί. Κάπως έτσι πεθαίνουν οι εφημερίδες και πάνε στον παράδεισο.
Το πρωτοσέλιδο με το δημοσκοπικό εύρημα της Metron Analysis, σύμφωνα με το οποίο το 30% των Ελλήνων πιστεύει ότι στη δικτατορία ήταν καλύτερα, υπήρξε επιλογή του (νεόκοπου) εκδότη Χάρη Οικονομόπουλου. Ο αρχισυντάκτης της κυριακάτικης έκδοσης είχε εκφράσει με έντονο τρόπο τη διαφωνία του, προειδοποιώντας για όλα όσα ακολούθησαν, καθώς είχε προβλέψει ότι κάποιοι θα τους κατηγορήσουν ότι προβάλλοντας αυτό το εύρημα, αβαντάρουν τη «Χρυσή Αυγή». Δεν εισακούστηκε όμως, καθώς ο εκδότης επέμενε. Το μόνο που πέτυχε ήταν να τον πείσει στον τίτλο να εκφράζεται η έντονη αποδοκιμασία τους. Αλλά ούτε έτσι κατάφεραν να αποφύγουν τη θύελλα.
Το πρωτοσέλιδο αυτό δεν ήταν το μοναδικό σημείο τριβής μεταξύ του εκδότη και των δημοσιογράφων. Τουλάχιστον άλλα δύο θέματα -σύμφωνα με πληροφορίες- που φιλοξενήθηκαν στην κυριακάτικη έκδοση ήταν παραγγελίες του εκδότη, για τα οποία υπήρχαν ενστάσεις.
Οταν ο Χάρης Οικονομόπουλος εμφανίστηκε ως το πρόσωπο που θα αναλάμβανε το εγχείρημα της επανέκδοσης της «Ελευθεροτυπίας», οι συντάκτες ήταν πολύ επιφυλακτικοί, αλλά ταυτόχρονα πολύ απελπισμένοι και δε φαινόταν από πουθενά αλλού σωτηρία. Τσακισμένοι από τον ενάμισι χρόνο που πέρασαν απλήρωτοι, χωρίς τη δυνατότητα να βρουν αλλού δουλειά εν μέσω κρίσης, οι περισσότεροι επέστρεψαν για την ύστατη προσπάθεια να αναστήσουν την «Ελευθεροτυπία», αν και τα αρνητικά σημάδια ήταν περισσότερα από τα θετικά.
Ο Χάρης Οικονομόπουλος, δικηγόρος με έδρα το Κολωνάκι, γόνος εύπορης αστικής οικογένειας και ανιψιός του (μακαρίτη ) Νώντα Ζαφειρόπουλου, ο οποίος ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας και βουλευτής της Ν.Δ, δεν είχε κανένα σημείο επαφής με τα στελέχη της «Ελευθεροτυπίας». Δυο ολότελα διαφορετικοί κόσμοι οι οποίοι όμως έπρεπε τώρα να συνεννοηθούν. Οι δημοσιογράφοι σύντομα διαπίστωσαν ότι είχε άγνοια κινδύνου και ότι ήταν εντελώς εκτός κλίματος «Ελευθεροτυπίας» το οποίο, κατά γενική παραδοχή, ήταν πάντα ένα ιδιαίτερο κλίμα . Δεν είχαν όμως άλλες επιλογές. Αυτόν είχαν μπροστά τους ως εκδότη, με αυτόν έπρεπε να συνεννοηθούν.
Στις πρώτες συναντήσεις θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι δημοσιογράφοι ήταν αυτοί που του πήραν τον αέρα. Του έθεσαν ως όρο ότι δεν θα παρεμβαίνει καθόλου στη γραμμή, η οποία θα παραμείνει ως είχε πριν κλείσει, και ότι ο ίδιος θα ασχολείται μόνο με τα διοικητικά. Ο Οικονομόπουλος άφησε να εννοηθεί ότι το αποδέχεται και στην αρχή, πράγματι φρόντισε να αποφύγει τις παρεμβάσεις ακόμα και για όσα δεν του άρεσαν.
Λέγεται ότι από την αρχή έδειξε να τον διακατέχει ένα πάθος για δημοσιότητα και προβολή, επιδιώκοντας να γράφει (και να υπογράφει) ακόμα και στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, πολιτικά σχόλια, με τα οποία εξέφραζε την υποκειμενική του γνώμη, η οποία συνήθως έβρισκε αντίθετους τους περισσότερους στην «Ελευθεροτυπία».
Συχνά ήταν κι εντελώς «αλλού», όπως με το περίφημο «κίνημα πολιτικής συνεννόησης» που ζητούσε να φτιάξουν οι πολίτες, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας. Επεδίωξε επίσης να οργανώσει μία ημερίδα για το Σύνταγμα με πολιτικούς και νομικούς, όπου βρήκε την ευκαιρία να προβάλει και πάλι τις δικές του απόψεις, τις οποίες ωστόσο, ελάχιστοι συμμερίζονται.
Ο νέος εκδότης, εντελώς άπειρος στα ΜΜΕ, αλλά με άγνοια κινδύνου και μια βουλημική διάθεση για προβολή, τα βρήκε πολύ γρήγορα σκούρα, αλλά και πάλι δεν πτοήθηκε. Στην αρχή, όλοι αναρωτιόνταν αν έχει βρει κάποιον επενδυτή. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησε, χτυπώντας διάφορες πόρτες (πάνω κάτω τις ίδιες που είχε χτυπήσει κι όταν προσπαθούσε να σώσει την ΑΕΚ) αλλά τις βρήκε όλες κλειστές.
Τότε, λέγεται από ορισμένους που τον γνωρίζουν, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι εξακριβωμένο- αποφάσισε να βάλει ότι χρήματα είχε ο ίδιος από τα δικά του. Τα αρχικά σχέδια του ήταν πολύ φιλόδοξα (τόσο που δεν τα συμμεριζόταν κανένας εκ των στελεχών). Πίστευε ότι η επανέκδοση της «Ελευθεροτυπίας» θα πετύχαινε κυκλοφορία 50.000 φύλλων ημερησίως και 100.0000 την Κυριακή. Με μια τέτοια κυκλοφορία και με μειωμένο κόστος (αφού από τους 850 εργαζόμενους θα προσλάμβανε μόνο τους 150 και αυτούς με τους μισούς μισθούς) εκτιμούσε ότι το εγχείρημα θα ήταν επικερδές. Η κυκλοφορία που υπολόγιζε, όμως, δεν επετεύχθη. Το πρώτο φύλλο έτυχε μιας σχετικά καλή υποδοχής, παραπάνω από 20.000 φύλλα, περίπου όσα πούλαγε και πριν κλείσει. Στη συνέχεια όμως η κυκλοφορία άρχισε να κατρακυλάει, φτάνοντας τις τελευταίες μέρες να πουλά γύρω στα πεντέμισι χιλιάδες φύλλα.
Οι χαμηλές πωλήσεις οδήγησαν τον Χάρη Οικονομόπουλο (που έριξε το φταίξιμο στους δημοσιογράφους) στο συμπέρασμα ότι η συνταγή των παλιών της «Ελευθεροτυπίας» δεν πουλάει πια και αποφάσισε να επιβάλλει τη δική του γραμμή.
Πριν από λίγες μέρες ήρθε σε επαφή με το δημοσιογράφο Γιάννη Ντάσκα (διευθυντικό στέλεχος της εφημερίδας «Παρασκήνιο» τελευταία ) ο οποίος του πρότεινε να κάνει στροφή στην αποκαλυπτική-επιθετική δημοσιογραφία. Αποφάσισαν μάλιστα την ένταξή του στη διευθυντική ομάδα της Ελευθεροτυπίας όπου θα τον παρουσίαζε ως υπεύθυνο ερευνών.
Οταν η πληροφορία αυτή έγινε γνωστή στα γραφεία της Ελευθεροτυπίας, στη Μίνωος, κάποια στελέχη έθεσαν βέτο, λέγοντας μάλιστα «ή αυτός ή εμείς». Αλλοι πιο ψύχραιμοι, όπως ο διευθυντής Βαγγέλης Παναγόπουλος προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι το στυλ του Γιάννη Ντάσκα δεν ταιριάζει στην Ελευθεροτυπία, ότι απευθύνεται σε άλλο κοινό και όχι εν τέλει θα χάσουν και το όποιο αναγνωστικό κοινό τους έχει μείνει. Ο Οικονομόπουλος δεν έδειξε να πείθεται. Δεν ήθελε καν να το συζητήσει μαζί τους.
Το στραπάτσο με τις αντιδράσεις για το πρωτοσέλιδο της Κυριακής όμως καθώς και η άρνηση του Αλέξη Τσίπρα να πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη επίσκεψη μετά το θόρυβο που προκλήθηκε (οι πληροφορίες λένε ότι έβαλε το χέρι του και ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ για αυτό) τον έκανε να υποχωρήσει. «Θέλω όμως να μου φέρετε τεκμηριωμένα τα επιχειρήματά σας γιατί δεν τον θέλετε» είπε εκνευρισμένος στους δημοσιογράφους.
Οι εργαζόμενοι είναι πολύ απογοητευμένοι -όσοι δεν είναι έξαλλοι- και αποδίδουν σε εντελώς άλλους παράγοντες τη χαμηλή κυκλοφορία. Δεν έχουν όλοι την ίδια ερμηνεία, βέβαια, και είναι κοινό μυστικό στη Μίνωος ότι εδώ και καιρό υπάρχουν έριδες μεταξύ τους. Στη μικρή (πλέον) «Ελευθεροτυπία» σχεδόν όλοι οι παλιότεροι έγιναν στελέχη και όλοι ήθελαν να έχουν τον πρώτο ρόλο. Έριδες, ίντριγκες, παραγκωνισμοί και κλίκες, έκαναν εξαρχής το κλίμα ασυνεννοησίας ακόμα πιο αφόρητο.
Οι πιο ψύχραιμοι αποδίδουν την απογοητευτική κυκλοφορία της «Ελευθεροτυπίας» στην απώλεια του «ηθικού πλεονεκτήματος»: «Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι περισσότεροι για την «Ελευθεροτυπία» σήμερα;» λένε. «Ότι πρόκειται για μία εφημερίδα που επανακυκλοφόρησε χρησιμοποιώντας νομικά τρικ, αφήνοντας 850 εργαζόμενους απλήρωτους. Ποιος θέλει να επιβραβεύσει μία τέτοια εφημερίδα αγοράζοντας την;».
Αρκετοί συντάκτες ζητούσαν από την αρχή, από το πρώτο φύλλο, να ενημερώσουν το αναγνωστικό τους κοινό με κάθε λεπτομέρεια για όλα όσα είχαν μεσολαβήσει στον ένα χρόνο που η εφημερίδα είχε σιωπήσει. Πίστευαν ότι αλήθεια είναι υπέρ τους και ότι έπρεπε να τη φανερώσουν «χωρίς φόβο και πάθος». Η άποψη αυτή όμως μειοψήφησε. Οι περισσότεροι διαφώνησαν και προτίμησαν να μην ανοίξουν αυτή την κουβέντα, για το τι έγινε και ποιος έφταιξε, η οποία θα άνοιγε εκ νέου αντιπαραθέσεις με την «Εφημερίδα των Συντακτών» που βγάζουν οι δημοσιογράφοι που αποχώρησαν από την «Ελευθεροτυπία» την περίοδο της απεργίας.
«Την πρώτη μέρα μας αγόρασαν 25.000 αναγνώστες. Από αυτούς οι μισοί δεν μας ξαναπήραν την επόμενη μέρα. Αυτό σημαίνει ότι περίμεναν να διαβάσουν κάτι στο πρώτο φύλλο, το οποίο δεν βρήκαν. Περίμεναν απαντήσεις που δεν είδαν».
Κάπως έτσι, και με την έντονη προσπάθεια που έκαναν για να τους διαβάλουν τα στελέχη της «Εφημερίδας των Συντακτών», με την οποία μαίνεται ο πόλεμος, οι αναγνώστες της «Ελευθεροτυπίας» τους γύρισαν την πλάτη.
Η χαμηλή κυκλοφορία καθιστά την έκδοση ζημιογόνο, τα λεφτά του Χάρη Οικονομόπουλου μάλλον τελειώνουν και ήδη υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με καθυστερήσεις στην πληρωμή τους. «Ψάχνω να βρω λεφτά για να σας πληρώσω» ήταν η απάντηση του σε εργαζόμενο τον περασμένο μήνα, όταν όλοι είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Αυτό που μοιάζει σχεδόν βέβαιο, είναι ότι εάν γίνει ξανά στάση πληρωμών στη Μίνωος, κανείς αυτή τη φορά δεν θα μείνει να εργάζεται χωρίς να πληρώνεται. «Το κάναμε πέρσι για τόσους μήνες. Τότε ήταν αλλιώς. Ελπίζαμε να σώσουμε την «Ελευθεροτυπία». Σήμερα κανένας δεν θα καθίσει να εργάζεται τζάμπα για να κάνει ο Χάρης τον εκδότη» λένε χαρακτηριστικά κάποιοι .
Στην οδό Κολοκοτρώνη, όπου βρίσκεται η «Εφημερίδα των Συντακτών» μόνο σαμπάνιες που δεν ανοίγουν, αλλά κι εκεί η κατάσταση δεν είναι καλύτερη.
Η ομάδα των δημοσιογράφων (γύρω στους 50 αρχικά) που δημιούργησαν την «Εφημερίδα των Συντακτών», εγκατέλειψαν τους υπόλοιπους συναδέλφους τους στην Ελευθεροτυπία, μεσούσης της απεργίας, για να φτιάξουν το δικό τους μαγαζί.
Έβαλαν από 1.000 ευρώ κεφάλαιο ο καθένας, βρήκαν χρηματοδότηση κυρίως από δύο τράπεζες («Εφημερίδα των τραπεζών» την αποκαλούν ειρωνικά οι άσπονδοι φίλοι ), αλλά οι οικονομικά ιθύνοντες υποστηρίζουν ότι τα έσοδα δεν είναι αρκετά για να μπορούν να πληρώνονται οι εργαζόμενοι. Έτσι ζουν το παράδοξο, οι εργαζόμενοι που έφυγαν από την «Ελευθεροτυπία» επειδή δεν πληρώνονταν, όπως είπαν, να έχουν βάλει χρήματα από την τσέπη τους και να εργάζονται σχεδόν ως εθελοντές σε μία εφημερίδα η οποία διαφημίζει τράπεζες. Κι εκεί υπάρχουν πολλές συγκρούσεις καθημερινά πάντως και αρκετή αδιαφάνεια στα οικονομικά, τα οποία δεν γνωρίζουν όλοι και υπάρχει δυσαρέσκεια γι' αυτό.
Η γραμμή της «Εφημερίδας των Συντακτών» είναι εξαρχής φιλο-ΣΥΡΙΖΑ και οι κακές γλώσσες στην Κουμουνδούρου λένε ότι τους έχουν ζητήσει και οικονομική υποστήριξη, αλλά χωρίς να λάβουν τίποτα παραπάνω από αόριστες υποσχέσεις. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ πιο γενναιόδωρος, λένε οι ίδιες κακές γλώσσες, όταν η εφημερίδα στο ξεκίνημα της ζήτησε από την Κουμουνδούρου να της υποδείξει δικά της παιδιά για να την στελεχώσουν.
Το αρχικό τους στοίχημα ήταν να προλάβουν να βγούνε πρώτοι «πριν προλάβει η Μάνια να ξαναβγάλει την «Ελευθεροτυπία», για να πάρουν το αναγνωστικό της κοινό. Ο Δημήτρης Τρίμης, που στάθηκε αρωγός στο εγχείρημα, είναι γνωστό ότι τρέφει μίσος για την πάλαι ποτέ φίλη του εκδότρια, της οποίας, κάποτε, ήταν προστατευόμενος.
Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν όλοι οι «αυλικοί», όπως τους αποκαλούσαν στη Μίνωος, ήταν οι πρώτοι που βρέθηκαν απέναντι της, κατηγορώντας την με τα σκληρότερα λόγια. Πρόσωπα που βρέθηκαν ως αλεξιπτωτιστές στην εφημερίδα μόνο και μόνο γιατί είχαν κάνει κάποτε παρέα με τη Μάνια στα Εξάρχεια, άνθρωποι σαν την ομάδα του Ιού που την είχαν προσεγγίσει κι έκαναν ακόμα και διακοπές μαζί της τα χρόνια που ήταν ισχυρή, άνθρωποι που φρόντιζαν να βρίσκονται μπροστά της τα καλοκαίρια «τυχαία» στα μέρη που παραθέριζε και στη συνέχεια έφερναν στην εφημερίδα τον αδερφό τους, τη γυναίκα τους, τη φίλη τους κτλ., αυτοί ήταν οι πρώτοι που την «πούλησαν» στα δύσκολα, όπως λέει η ίδια και αυτό είναι από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της.
Το μένος του Δημήτρη Τρίμη για τη Μάνια Τεγοπούλου ξεκίνησε όταν εκείνη δεν τον άκουσε και έκανε διευθύντρια την Κύρα Αδάμ, με την οποία εκείνος και η ομάδα του είχαν συγκρουστεί πολιτικά. Από τότε, λένε οι δημοσιογράφοι της «Ελευθεροτυπίας», ότι ο Τρίμης έλεγε πως ή θα πάρει τον έλεγχο της εφημερίδας ή η εφημερίδα θα κλείσει.
Η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια ήταν να επιχειρήσει να συμμαχήσει με διευθυντικό στέλεχος που όμως λίγο μετά εκδιώχθηκε από τη Μάνια. Αργότερα επιχείρησε να προτείνει να πάρουν οι συντάκτες την εφημερίδα στα χέρια τους και παρότι σε αυτό δεν έφερνε αντιρρήσεις ούτε η εκδότρια, το σχέδιο δεν κατέστη εφικτό, αφού και πάλι χρειαζόταν να βρεθούν χρήματα για να πληρωθούν οι εργαζόμενοι, τα οποία δεν υπήρχαν. Μεσολάβησαν κάποιες προσπάθειες να βρεθεί άλλος χρηματοδότης, που θα παραμέριζε τη Μάνια, αλλά ούτε αυτό πέτυχε. Κάπως έτσι αποφάσισαν να ανοίξουν την «Εφημερίδα των Συντακτών» με απλήρωτους συντάκτες που για να επιβιώσουν και αποκτήσουν προοπτική, έπρεπε να παραμείνει η «Ελευθεροτυπία» κλειστή.
Όσο λοιπόν η εφημερίδα παρέμενε κλειστή, η «Εφημερίδα των Συντακτών» πουλούσε κοντά στα 12.000 φύλλα. Όταν όμως επανακυκλοφόρησε η «Ελευθεροτυπία», η κυκλοφορία της έπεσε σχεδόν στο μισό. Ξεκίνησαν λοιπόν τότε έναν ανελέητο αδελφοκτόνο πόλεμο εναντίον των πρώην συναδέλφων τους, τους οποίους κατηγορούσαν γιατί πήγαν να εργαστούν σε μία εφημερίδα που άφησε απλήρωτους 850 εργαζόμενους.
Η άλλη πλευρά δε θέλησε να σηκώσει το γάντι, κάτι που ίσως πληρώνει σήμερα. Η απάντησή τους ωστόσο ήταν, ότι δεν απεμπολούν κανένα δικαίωμα ούτε για λογαριασμό τους, ούτε για λογαριασμό των υπολοίπων, και ότι κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει για την αξίωση των αποζημιώσεων τους. Επίσης ότι ακόμα κι έτσι, με την επανέκδοση της εφημερίδας , τουλάχιστον, θα βρουν δουλειά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς της κρίσης 200 εργαζόμενοι πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ούτε τα προς το ζην.
Το μεγάλο ερωτηματικό για κάποιους είναι το πώς βρέθηκε στην «Ελευθεροτυπία» ένας τύπος σαν τον Χάρη Οικονομόπουλο, ο οποίος δεν είχε (και ούτε θα μπορούσε ) καμία σχέση με τη Μάνια Τεγοπούλου. Πρόκειται για δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες δεν θα συναντιούνταν ποτέ.
Ο Χάρης Οικονομόπουλος ήταν ο δικηγόρος της Αριστέας Μπουγάτσου, της καλύτερης ίσως ελληνίδας ρεπόρτερ, η οποία έφυγε πρόσφατα. Η Αριστέα Μπουγάτσου τα τελευταία χρόνια εργαζόταν στην «Ελευθεροτυπία». Τα θέματά που αποκάλυπτε ήταν τέτοια που άγγιζαν πρόσωπα με μεγάλη ισχύ, οπότε συχνά έπρεπε να είναι ενήμερος και ο εκδότης, καθώς όλη η εφημερίδα μπορεί να έμπαινε σε περιπέτειες. Ετσι γνωρίστηκε με τη Μάνια Τεγοπούλου και η μία εκτίμησε την «τρέλα» της άλλης.
Το τι συνέβη την τελευταία περίοδο της Ελευθεροτυπίας είναι γνωστό σε πολλούς. Η συγκεκριμένη εφημερίδα όπως και όλες οι άλλες , ήταν ζημιογόνος και πλήρωνε τους εργαζόμενους από τα δάνεια που έπαιρνε από τις τράπεζες. Αν μία εφημερίδα σταματούσαν να τη δανειοδοτούν οι τράπεζες, θα έκλεινε το δίχως άλλο. Η «Ελευθεροτυπία» ήταν το πιο κακό παιδί απ' όλα. Από τη μία είχε την απαίτηση να δανειοδοτείται όπως όλες οι συστημικές εφημερίδες, από την άλλη, δεν ήθελε να παίζει το παιχνίδι τους.
Οι αποκαλύψεις της Αριστέας Μπουγάτσου για την Proton Bank τον Λαυρεντιάδη και άλλους τραπεζίτες, οι καταγγελίες της για τον Ευάγγελο Βενιζέλο τότε υπουργό Οικονομικών, έστρεψε όλο το σύστημα εναντίον της. Την κάλεσαν -άλλες φορές διακριτικά κι άλλες φορές όχι- να χαμηλώσει τους τόνους και να τα βρούνε, αλλά η "αντισυστημική" Μάνια Τεγοπούλου αρνιόταν να «κατεβάσει τα παντελόνια στον Βενιζέλο και τους τραπεζίτες» όπως ακούστηκε ότι έλεγε και η αλήθεια ήταν ότι παρότι τους είχε ανάγκη, ένιωθε βαθιά περιφρόνηση και αρνούνταν ακόμα και να τους συναντήσει.
Αναμενόμενο ήταν λοιπόν να κλείσει η στρόφιγγα των τραπεζών -παρότι η «Ελευθεροτυπία» χρωστούσε τα λιγότερα και είχε τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία σε ακίνητα. Πολλοί από τους «αντιεξουσιαστές» δημοσιογράφους της «Ελευθεροτυπίας» της άσκησαν σφοδρή κριτική που δεν τα βρήκε μαζί τους για να σωθούν, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι την εφημερίδα πρέπει να αναλάβει κάποιος συστημικός που να χαίρει της εμπιστοσύνης των τραπεζιτών.
Υπήρχαν κι αυτοί που εναντιώνονταν στην αλλαγή ιδιοκτησίας και δήλωναν, όπως χαρακτηριστικά είχε πει κάποιος από το τυπογραφείο σε μία συνέλευση, «καλύτερα με την τρελή παρά με τη διαπλοκή». Η εικόνα των ατελείωτων αυτών συνελεύσεων ήταν σαν αυτές του ΣΥΡΙΖΑ με τις συνιστώσες του, όπου οι διαφορετικές απόψεις μπορεί να είναι και περισσότερες από τους συμμετέχοντες.
Κάπως έτσι , και με αρκετές σκοπιμότητες που μεσολάβησαν στο μεταξύ- η «Ελευθεροτυπία» και η Μάνια Τεγοπούλου έφτασαν στο σημείο μηδέν. Η εκδότρια και κληρονόμος της ιστορικής εφημερίδας ένιωθε απελπισμένη και προδομένη από πού ευεργέτησε και τώρα τις έριχναν το ανάθεμα.
Το διάστημα εκείνο έβλεπε την Αριστέα Μπουγάτσου, που χτυπημένη ήδη από την αρρώστια της, δεν ήθελε να παραδεχθεί την ήττα και ήταν αποφασισμένη να φέρει τον κόσμο ανάποδα για να ξαναβγεί η «Ελευθεροτυπία». Το πάθος της συγκίνησε την Τεγοπούλου κι έκτοτε τη συμβουλεύονταν. Έτσι βρέθηκε και ο δικηγόρος της Αριστέας Μπουγάτσου , ο Χάρης Οικονομόπουλος να βρίσκεται μεταξύ των δικηγόρων της Τεγοπούλου.
Σε μια από τις συζητήσεις τους αποφασίστηκε να επιχειρηθεί η επανέκδοση της «Ελευθεροτυπίας» από τον Χάρη Οικονομόπουλο. Το σχέδιο ήθελε να ξανανοίξει η εφημερίδα δίνοντας δουλειά σε όσους εργαζόμενους μπορούσε να αντέξει το σχέδιο και η αποζημίωση των εργαζομένων να γινόταν από την πώληση των ακινήτων (για τα οποία όμως δεν έχει εμφανιστεί κανένας ενδιαφερόμενος μέχρι τώρα). Και αν η εφημερίδα είχε κέρδη...αν...
Τα σχέδια του Οικονομόπουλου, όμως, ήταν πολύ αισιόδοξα. Για την ακρίβεια ήταν εκτός τόπου και χρόνου και ο ίδιος, ακόμα και αν υποθέσει κανείς ότι είχε τις καλύτερες προθέσεις, δεν το γνωρίζει το σπορ και δεν δείχνει και διάθεση, ούτε να μάθει, ούτε να επιλέξει αυτούς που ξέρουν. Δύσκολοι οι καιροί για πειραματισμούς όμως. Κανείς δεν έχει ούτε χρόνο να περιμένει την «Ελευθεροτυπία» να (ξανα)βρει το δρόμο της ούτε χρήμα να ξοδέψει για αυτό.
Το τελευταίο φύλλο της αυθεντικής «Ελευθεροτυπίας», που υπήρξε για πολλά χρόνια ένας εργασιακός παράδεισος, με μοναδικές συνθήκες ελευθερίας, κυκλοφόρησε στις 22 Δεκεμβρίου 2011. Έκτοτε, ούτε η «Εφημερίδα των Συντακτών» ούτε οι «6μέρες» ούτε η «Ελευθεροτυπία» του Οικονομόπουλου κατάφεραν να ξαναπετύχουν τη συνταγή. Τίποτα και πουθενά δε θυμίζει την παλιά «Ελευθεροτυπία». Το ομολογούν και οι ίδιοι οι συντάκτες της, όπου κι αν έχουν μοιραστεί. Κάπως έτσι πεθαίνουν οι εφημερίδες και πάνε στον παράδεισο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε το σχόλιο σας. Υβριστικά και διαφημιστικά μηνύματα ΔΕΝ γίνονται δεκτά